- θρύλος
- ο1) легенда, сказание, предание; 2) слух, молва
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θρῦλος — noise as of many voices masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρύλος — Λέξη που αρχικά σήμαινε τον θόρυβο πολλών φωνών, ομιλιών και στην συνέχεια το γεγονός για το οποίο μιλούν όλοι. Στη νεότερη έννοια του ο θ. σημαίνει τη διήγηση σχετικά με τη ζωή ενός αγίου, μάρτυρα ή ήρωα, η οποία συχνά έχει παραποιηθεί από τη… … Dictionary of Greek
θρύλος — ο 1. διάδοση ή φήμη αβέβαιη: Κυκλοφορούν διάφοροι θρύλοι για το θέμα αυτό. 2. προφορική παράδοση από γενιά σε γενιά που αναφέρεται σε πρόσωπα ηρωικά και σε ένδοξα κατορθώματα, μύθος: Ο θρύλος του μαρμαρωμένου βασιλιά. 3. πρόσωπο ή κατόρθωμα που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θρύλος, Άλκης — Βλ. λ. Ουράνη, Ελένη … Dictionary of Greek
Άλκης Θρύλος — Βλ. λ. Ουράνη, Ελένη … Dictionary of Greek
θρύλλω — θρῦλος noise as of many voices masc nom/voc/acc dual θρῦλος noise as of many voices masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρῦλοι — θρῦλος noise as of many voices masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρῦλον — θρῦλος noise as of many voices masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρύλλοι — θρῦλος noise as of many voices masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρύλλον — θρῦλος noise as of many voices masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρύλλος — θρῦλος noise as of many voices masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)